Μύθοι & αλήθειες γύρω από τις τροφικές δυσανεξίες | Enallaktiko.gr

Μύθοι & αλήθειες γύρω από τις τροφικές δυσανεξίες

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι ισχυρίζονται πως υποφέρουν από κάποια τροφική δυσανεξία. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται σε πληροφορίες που αντλήθηκαν μέσα από lifestyle ιστοσελίδες, από περιοδικά ή τηλεοπτικές εκπομπές, χωρίς τη διάγνωση κάποιου ειδικού.
Μάλιστα, μία τροφική δυσανεξία - διαγνωσμένη ή αδιάγνωστη - συχνά συγχέεται με το πρόβλημα των παραπανίσιων κιλών. Εν ολίγοις, πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως αν ακολουθήσουν μία δίαιτα χωρίς λακτόζη ή γλουτένη, θα χάσουν οπωσδήποτε βάρος.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα μέχρι πρότινος επιστημονικά τεκμηριωμένα στοιχεία, η δυσανεξία σε οποιοδήποτε τρόφιμο ή συστατικό δε σχετίζεται με το μεταβολικό ρυθμό και κατ' επέκταση με τη ρύθμιση του σωματικού μας βάρους.
Βεβαίως, αν και μία δίαιτα αποκλεισμού δεν αποκλείεται να οδηγήσει και σε απώλεια βάρους, τυχόν απώλεια προκαλείται από το θερμιδικό έλλειμμα που συνήθως αυτή συνεπάγεται και όχι από τον αποκλεισμό της ίδιας της ουσίας.
Δυστυχώς όμως, την ίδια στιγμή που η επιστημονική κοινότητα συνηγορεί κατά του άμεσου συσχετισμού μεταξύ οποιασδήποτε τροφικής δυσανεξίας και βάρους, δε λείπουν οι "ειδικοί" που υποστηρίζουν πως με κάποια τεχνολογία είναι σε θέση να εντοπίσουν τις τροφές που προκαλούν δυσανεξία, ρυθμίζοντας το βάρος των πελατών τους μέσω του αποκλεισμού των συγκεκριμένων τροφών.

Τι ισχύει με τα τεστ δυσανεξίας;

Με μόνη έως τώρα εξαίρεση τη μέθοδο ελέγχου των IgG αντισωμάτων που ακολουθείται για να ελεγχθεί η επιτυχία του περιορισμού της γλουτένης σε άτομα με κοιλιοκάκη, τα τεστ δυσανεξίας που εφαρμόζονται από κάποιους ειδικούς διατροφής δυστυχώς στερούνται οποιασδήποτε επιστημονικής τεκμηρίωσης, διαγνωστικής αξίας και αξιοπιστίας.
Σχετικά με τη χρήση μηχανημάτων ελέγχου της τροφικής δυσανεξίας μάλιστα, το Υπουργείο Υγείας σε Απόφασή του που κοινοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2016, αναφέρει τα εξής:
"Η χρησιμοποίηση των τεστ δυσανεξίας σε προγράμματα απώλειας βάρους δεν έχει καμία επιστημονική βάση, αφενός διότι τα τεστ τα οποία χρησιμοποιούνται δεν έχουν διαγνωστική αξία, αφετέρου διότι οι τροφικές δυσανεξίες δεν σχετίζονται με την απώλεια βάρους. Συνεπώς, τα τεστ αυτά δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σε διαιτολογικά κέντρα, ως εργαλεία τα οποία καθορίζουν τα προγράμματα απώλειας βάρους, αφενός διότι ουδέν αποτέλεσμα έχουν, αφετέρου διότι μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές διατροφικές ελλείψεις με τον αποκλεισμό τροφών, οι οποίες σύμφωνα με το τεστ μπορούν να προκαλέσουν τροφικές δυσανεξίες". [...]
"Ουδεμία σχέση, τουλάχιστον έως τώρα επιστημονικά τεκμηριωμένη, έχουν οι τροφικές υπερευαισθησίες με το σωματικό βάρος ή το μεταβολικό ρυθμό, τη ρύθμισή του, την απώλεια βάρους και το σχεδιασμό διαιτολογίου με αυτό το σκοπό".

Τι είναι η τροφική δυσανεξία;

Ως τροφική δυσανεξία θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη συστηματική εμφάνιση ανεπιθύμητων αντιδράσεων του οργανισμού μας σε ένα τρόφιμο ή σε κάποιο συγκεκριμένο συστατικό. Από τον παραπάνω ορισμό θα πρέπει βεβαίως να αποκλείσουμε τυχόν διατροφικές αλλεργίες, καθώς και αντιδράσεις ψυχολογικής φύσεως.
Η διαφορά της διατροφικής δυσανεξίας από την αλλεργία σε κάποιο τρόφιμο είναι πως η πρώτη δε φαίνεται να σχετίζεται με το ανοσοποιητικό σύστημα και έτσι - πέραν των ενοχλητικών συμπτωμάτων της - δε μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση.
Εδώ ωστόσο θα πρέπει να κάνουμε ξεχωριστή αναφορά στην κοιλιοκάκη, ένα αυτοάνοσο νόσημα που προκαλείται από τη δυσανεξία στη γλουτένη. Σε αντίθεση με μία ήπιας μορφής δυσανεξία, το ανοσοποιητικό σύστημα των ατόμων με κοιλιοκάκη αντιδρά στη γλουτένη, επιτιθέμενο στους ιστούς του ίδιου του οργανισμού, κάτι που μπορεί να προκαλέσει πληθώρα συμπτωμάτων.
Μία τροφική δυσανεξία συνήθως προκαλείται είτε από κάποια ενζυμική δυσλειτουργία του πεπτικού συστήματος, είτε από τυχόν αρνητική επίδραση των αγγειοδραστικών αμινών που υπάρχουν σε κάποια τρόφιμα. Αν και ως βασική αιτία θεωρείται η γενετική προδιάθεση, στην πραγματικότητα δε μπορούμε ακόμη να πούμε με βεβαιότητα τι προκαλεί αυτή τη δυσλειτουργία σε κάθε περίπτωση.

Πώς γίνεται η διάγνωσή της;

Μία εσφαλμένη αντίληψη είναι πως η δυσανεξία είναι μία πάθηση που μπορούμε να διαγνώσουμε μόνοι μας, αναζητώντας απλώς τα συμπτώματά της στο διαδίκτυο ή πως η διάγνωσή της μπορεί να γίνει με ένα απλό τεστ.
Στην πραγματικότητα, μία τροφική δυσανεξία είναι συχνά δύσκολο να προσδιοριστεί κι αυτό λόγω του ιδιαιτέρως ευρέως φάσματος των συμπτωμάτων που μπορεί να εμφανίσει. Για το λόγο αυτό, αν υπάρχει υποψία κάποιας διατροφικής διαταραχής, καλό είναι να επισκεφτούμε γαστρεντερολόγο και, εφόσον κριθεί απαραίτητο, να συμβουλευτούμε διατροφολόγο.
Πέραν του επιπλέον ελέγχου των IgG αντισωμάτων που είναι καλό να γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στις περιπτώσεις ατόμων με κοιλιοκάκη, η διαδικασία που θα πρέπει σε γενικές γραμμές να ακολουθηθεί, είναι ο εντοπισμός τυχόν συμπτωμάτων που σχετίζονται με οποιαδήποτε τροφική δυσανεξία μέσα από τη λήψη ενός πλήρους ιστορικού, η υιοθέτηση μίας δίαιτας αποκλεισμού των ύποπτων τροφών, η οποία όμως να καλύπτει τις διατροφικές μας ανάγκες και τέλος, η τακτική καταγραφή των αποτελεσμάτων έως ότου επιβεβαιωθεί πως ο αποκλεισμός της εν λόγω ουσίας οδήγησε σε πλήρη εξάλειψη των συμπτωμάτων που εντοπίστηκαν αρχικά.

Πώς θεραπεύεται;

Η τροφική δυσανεξία δυστυχώς δεν επιδέχεται θεραπείας. Ο μόνος τρόπος για την εξάλειψη των αρνητικών συνεπειών της είναι η αποφυγή των τροφών που κρίθηκαν ένοχες και η αντικατάστασή τους με άλλες εναλλακτικές, ώστε να μην υπάρξει οποιαδήποτε διατροφική ανεπάρκεια.
Ειδικότερα στην περίπτωση δυσανεξίας στη λακτόζη, η συμπερίληψη συμπληρώματος λακτάσης αποτελεί μία λύση για την ανακούφιση των συμπτωμάτων της, χωρίς ωστόσο να επιλύεται το ίδιο το πρόβλημα.

Παράρτημα

Στην Ευρώπη υπολογίζεται πως περίπου το 20% του πληθυσμού υποφέρει από δυσανεξία στη λακτόζη. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Αφρική και την Ασία κυμαίνεται μεταξύ 65% και 90%.
Το ποσοστό των ατόμων με κοιλιοκάκη υπολογίζεται περίπου στο 1% του πληθυσμού.

Διαβάστε επίσης

Σχόλια (0)

Αφήστε ένα σχόλιο

Όλα τα σχόλια ελέγχονται πριν κοινοποιηθούν. Αν χρειαστεί να απαντήσουμε, θα το κάνουμε είτε με νέο σχόλιο, είτε απαντώντας στο email σας.